- Ἀστέριος
- Ἀστέριοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀστέριος — starred masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστέριος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α., Κλαύδιος, Νέων και Νεονίλλας, οι μάρτυρες. Ήταν αδέλφια και κατάγονταν από την Κιλικία. Η μνήμη τους τιμάται στις 30 Οκτωβρίου. 2. Ο μάρτυρας. Αποκεφαλίστηκε μαζί με τον άγιο Αλέξανδρο, επειδή… … Dictionary of Greek
Ίβος, Αστέριος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τα Αμπελάκια της Θεσσαλίας. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση σπούδαζε στο Πεδεμόντιο (Πιεμόντε) της Ιταλίας, επέστρεψε όμως στην Ελλάδα και κατετάγη στον τακτικό στρατό του Φαβιέρου ως ανθυπολοχαγός της πρώτης… … Dictionary of Greek
ἀστερίων — ἀστέριος starred fem gen pl ἀστέριος starred masc/neut gen pl ἀστερίων masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστέριον — ἀστέριος starred masc acc sg ἀστέριος starred neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερίη — ἀστέριος starred fem nom/voc sg (epic ionic) ἀστερίας starred masc voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερίην — ἀστέριος starred fem acc sg (epic ionic) ἀστερίας starred masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερίης — ἀστέριος starred fem gen sg (epic ionic) ἀστερίας starred masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστερίοιο — Ἀστέριος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστερίοιο — ἀστέριος starred masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)